- νομίζοντας
- νομίζωuse customarilypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίσκω — (I) ἴσκω (Α) επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. τού εἶμι) πορεύομαι. (II) ἴσκω (Α) 1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν» εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.) 2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον,… … Dictionary of Greek
δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας … Dictionary of Greek
ευρυσάκης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Αίαντα του Τελαμώνα και της Τέκμησσας. Γεννήθηκε στο στρατόπεδο της Τροίας. Πριν αυτοκτονήσει ο Αίας, έδωσε το μικρό παιδί στον αδελφό του, Τεύκρο, για να το μεγαλώσει. Μετά την άλωση της Τροίας, ο Τεύκρος έφτασε … Dictionary of Greek
ινδιάνος — ό και θηλ. ινδιάνα 1. (ως εθν. όν.) Ινδιάνος, α ιθαγενής κάτοικος τής Αμερικής, ερυθρόδερμος β) σπαν. ο κάτοικος τής Ινδίας, ο Ινδός 2. το πτηνό ινδόρνις, γαλοπούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Indian < India. Η σημ. τής … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
πυραμός — Ο ήρωας μύθου της Βαβυλώνας, που διηγείται ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του: Δυο ερωτευμένοι, που οι γονείς τους δεν τους επέτρεπαν να παντρευτούν, αντάλλαζαν τους ερωτικούς όρκους τους από μια τρύπα που υπήρχε στον τοίχο που χώριζε τα δυο σπίτια … Dictionary of Greek
στρουθοκαμηλισμός — ο, Ν [στρουθοκαμηλίζω] συμπεριφορά όμοια με τής στρουθοκαμήλου, που κρύβει το κεφάλι της όταν παρουσιάζεται κίνδυνος νομίζοντας ότι έτσι θα τόν αποφύγει, ηθελημένη άγνοια τού κινδύνου … Dictionary of Greek
Αγνοδίκη — (4ος αι. π.Χ.).Η πρώτη γιατρός της αρχαίας Αθήνας. Επειδή απαγορευόταν η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος από γυναίκες και πολλές εγκυμονούσες προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να εξεταστούν από άνδρα γιατρό, η Α., μεταμφιεσμένη σε άνδρα,… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Δηίπυλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Στη μυθολογία αναφέρεται ως γιος του βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα και της Iλιόνης, κόρης του Πρίαμου και της Εκάβης. Στην Ιλιόνη εμπιστεύθηκαν οι γονείς της τον αδελφό της Πολύδωρο για να τον αναθρέψει μακριά από τους… … Dictionary of Greek